- εμπορομεσίτης
- ο посредник, маклер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπορομεσίτης — ο μεσίτης εμπορικών αγοραπωλησιών … Dictionary of Greek
εμπορομεσίτης — ο θηλ. ίτρια μεσίτης εμπορικών αγοραπωλησιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
εμπορομπακάλης — ο θηλ. ισσα και αινα μεγαλέμπορος ειδών μπακαλικής (πρβλ. εμπορομεσίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)